- συνορισάμενος
- συνορίζωbring togetheraor part mid masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνορίζω — ΜΑ [ὁρίζω] μέσ. συνορίζομαι στοιχηματίζω («συνορισάμενος ψευδὲς ἐπιδείξειν τὸ ἐν Δελφοῑς μαντεῑον», Αισώπ. Μύθ.) αρχ. 1. περιλαμβάνω μέσα στα ίδια όρια, περιορίζω 2. (με δοτ.) συνορεύω 3. μέσ. δέχομαι ως σύνορο … Dictionary of Greek